- λινοτυπικός
- -ή, -ό [λινοτύπης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λινοτυπία2. φρ. «λινοτυπική μηχανή» — τυπογραφική μηχανή που χρησιμοποιείται για την κατασκευή και τη σύνθεση τυπογραφικών στοιχείων σε συμπαγείς μεταλλικούς στίχους από ειδικό τετηγμένο κράμα μολύβδου-αντιμονίου.
Dictionary of Greek. 2013.